- ἐπικοιτοῦσιν
- ἐπικοιτέωkeeppres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)ἐπικοιτέωkeeppres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικοιτώ — ἐπικοιτῶ, έω (Α) [κοιτώ] 1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι 2. αγρυπνώ κοντά σε κάποιον («τοῑς ἐπικοιτοῡσιν ἐπὶ τῶν ἔργων», Πολ.) … Dictionary of Greek